- τετραπώγων
- τετρα-πώγων, ωνος, ὁ, a plant,A = τραγοπώγων, Ps.-Dsc.2.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραπώγων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπώγων — ωνος, ὁ, Α το φυτό τραγοπώγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πώγων] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek